Πρώτα γίνεται μια κοινή συνάντηση όπου ο διαμεσολαβητής ανοίγει τη συζήτηση εξηγώντας τους κανόνες της διαδικασίας που πρέπει να γνωρίζουν όσοι συμμετέχουν στη διαμεσολάβηση. Στη συνέχεια δίνει με τη σειρά το λόγο στα μέρη και τους δικηγόρους τους για μια σύντομη τοποθέτηση πάνω στο θέμα.
Μετά την κοινή αυτή συνάντηση, ο διαμεσολαβητής αρχίζει και βλέπει τα μέρη σε ιδιωτικές συνεδρίες συζητώντας μαζί τους το θέμα και εξερευνώντας προτάσεις και πιθανές λύσεις. Ο χρόνος κάθε ιδιωτικής συνάντησης είναι ίδιος για κάθε πλευρά και μπορούν να γίνουν τόσες σε αριθμό, όσες ο διαμεσολαβητής κρίνει πως είναι απαραίτητες. Ό,τι ειπωθεί στην ιδιωτική συνεδρία είναι εμπιστευτικό και ο διαμεσολαβητής δεν έχει δικαίωμα να το κοινοποιήσει στην άλλη πλευρά παρά μόνο με τη ρητή συγκατάθεση του μέρους που του το εμπιστεύτηκε.
Όταν υπάρξει συμφωνία μεταξύ των μερών, ο διαμεσολαβητής καλεί ξανά τα μέρη σε μια κοινή συνάντηση προκειμένου να επιβεβαιωθεί το θετικό αποτέλεσμα της διαδικασίας και να συνταχθεί το πρακτικό συμφωνίας με τη βοήθεια των δικηγόρων και του διαμεσολαβητή. Με πρωτοβουλία οποιουδήποτε μέρους, το πρακτικό συμφωνίας μπορεί να κατατεθεί στην γραμματεία του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου και να γίνει τίτλος εκτελεστός.
Η διαμεσολάβηση είναι μια διαδικασία με σημαντικά πλεονεκτήματα και γι’ αυτό έχει κυριαρχήσει σε χώρες του εξωτερικού με θεαματικά ποσοστά επιτυχίας:
Τα μέρη αποφασίζουν το αποτέλεσμα. Έχουν τον έλεγχο για το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Η συμφωνία θα είναι αποτέλεσμα της δικής τους βούλησης και θα δίνει μια λύση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα και των δυο μερών.
Ταχύτητα. Η διαμεσολάβηση είναι μια διαδικασία πολύ σύντομη και μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα σε λίγες ώρες ή μέρες για τις περισσότερες διαφορές. Οι διαμεσολαβήσεις που αφορούν απλές διαφορές επιλύονται συνήθως εντός της ημέρας σε αντίθεση με τις χρονοβόρες δικαστικές διαμάχες.
Χαμηλό κόστος. Το κόστος της διαμεσολάβησης είναι σημαντικά μικρότερο από αυτό της δικαστικής αντιδικίας λόγω των χαμηλών αμοιβών και της μικρής χρονικής διάρκειας της διαδικασίας.
Υπάρχουν μόνο νικητές. Η διαμεσολάβηση έχει ως στόχο την ικανοποίηση των συμφερόντων και των αναγκών και των δύο μερών. Με την επίτευξη συμφωνίας δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι όπως συμβαίνει με μια δικαστική απόφαση ( win-win situation).
Όταν υπάρξει συμφωνία μεταξύ των μερών, ο διαμεσολαβητής καλεί ξανά τα μέρη σε μια κοινή συνάντηση προκειμένου να επιβεβαιωθεί το θετικό αποτέλεσμα της διαδικασίας και να συνταχθεί το πρακτικό συμφωνίας με τη βοήθεια των δικηγόρων και του διαμεσολαβητή. Με πρωτοβουλία οποιουδήποτε μέρους, το πρακτικό συμφωνίας μπορεί να κατατεθεί στην γραμματεία του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου και να γίνει τίτλος εκτελεστός.